εξαωρία

εξαωρία
η (Α ἑξαωρία) [εξάωρος]
νεοελλ.
βάρδια, σκοπιά που διαρκεί έξι ώρες
αρχ.
οι έξι πρώτες ώρες τής ημέρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”